- λαύκη
- λαύκη· φοβερά, Hsch. (Cf. λυκεῖον.) [full] λαύξει· κρατεῖ, δαίνυται, εὐφραίνει, Id. [full] λαυξία· δαρής . . (Cret.), Id. [full] λαῦξις,A = λῆξις (A), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαύκη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φοβερά» … Dictionary of Greek
λαυκί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 94 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 36 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας. Μέχρι το 1940 ονομαζόταν Λαύκη ή Λαύκα. * * *… … Dictionary of Greek